-
1 ἐπακολούθησις
A cognizance, concurrence, PRyl.233.14 (ii A. D.), etc.; γράμματα ἐπακολουθήσεως documents in proof of compliance, i.e. settlement of debts, POxy.1473.8 (iii A.D.).2 consequence, κατ' ἐ. consequentially, opp. προηγουμένως, Stoic.2.333, Stoic. ap.Plu.2.1015c, M.Ant.6.44, S.E.M.1.194; result,εὐεξία κατ' ἐ. τῆς ὑγιείας συνισταμένη Gal.19.382
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπακολούθησις
См. также в других словарях:
επακολούθηση — η (AM ἐπακολούθησις) [επακολουθώ] διαδοχή, επέλευση, ακολουθία μσν. φρ. «εἰς τὴν πικολούθηση» κατόπιν, ύστερα από αρχ. 1. συμφωνία 2. εξακολουθητική μελέτη, προμελέτη 3. αποτέλεσμα, επακολούθημα 4. φρ. «κατ ἐπακολούθησιν» ακολούθως, επομένως… … Dictionary of Greek